- πολύφιλτρος
- πολύφιλτροςsuffering from many love-charmsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύφιλτρος — ον, Α αυτός που έχουν επενεργήσει επάνω του πολλά ερωτικά φίλτρα, πολύ ερωτευμένος, ερωτοχτυπημένος («ἀνήρ τις πολύφιλτρος ἀπηνέος ἤρατ ἐφάβω», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φίλτρον «ερωτικό φίλτρο, αγάπη»] … Dictionary of Greek